Διογενειανοῦ

Διογενειανοῦ
Διογενειανός
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιεργοπένητες — οἱ, Α ως κύριο όν. Περιεργοπένητες τίτλος βιβλίου τού Διογενειανού για να τό χρησιμοποιούν οι «φτωχοδάσκαλοι», οι μελετητές τών λέξεων τής αρχαίας ποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίεργος + πένης «φτωχός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”